Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μόγις π

См. также в других словарях:

  • μόγις — και αιολ. τ. μύγις (Α) επίρρ. μόλις και μετά βίας, δύσκολα («μόγις δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + επιρρμ. κατάλ. ις (πρβλ. μέχρι(ς), χωρίς, μόλις)] …   Dictionary of Greek

  • μόγις — with toil and pain indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… …   Dictionary of Greek

  • едва — диал. одва, с. в. р. (Лескин, KSchl.Beitr. 6, 155), ст. слав. ѥдва, ѥдъва μόγις, μόλις, болг. едва, сербохорв. jе̏два, словен. jèdva, чеш. (стар.) jedva, др. польск. jedwa. Начальное о представлено также в словен. диал. odvaj, макед. oдвa(j) (см …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • одъва — (49) нар. 1.Слегка, чуть, едва: Боголишивыи же смѣхъмь възнесеть гласъ свои. мѹжь же мѹдръ одъва осклабитьсѧ. (μόλις) Изб 1076, 180; къгда прозьриши одва. дажь имъ своѥ имъ. СбТр XII/XIII, 13 об.; и къ злобѣ первѣе ѹбо одва подвижни. нынѣ же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ORIENS — in veteri historia pro Asiae parte, quae nobis versus Orientem est, forte Parthia, Assyria et Armenia maior. Vide quoque in voce Occidens. Hinc omnia divina et humana Graecos accepisse, unde et vocum plurimarum origines non aliunde arcessendae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • μογιβαδής — μογιβαδής, ές (Α) αυτός που ταλαντεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόγις «μόλις, μετά βίας» + βαδής (< βάδος)] …   Dictionary of Greek

  • μογιλάλος — α, ο (Α μογιλάλος, ον) αυτός που μιλά με δυσκολία, τραυλός, βραδύγλωσσος αρχ. βουβός, άλαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόγις «μόλις, μετά βίας» + λάλος (< λαλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μογισαψεδάφα — μογισαψεδάφα, ἡ (Α) ως επίθ. (κωμική λ. για την ποδάγρα) αυτή που μόλις αγγίζει το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγις «μόλις, μετά βίας» + θ. αψ τού ἅπτομαι + ἔδαφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»